- χλομιαίνω
- βλ. χλομιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλομαίνω — και παλ. γρφ. χλωμαίνω και χλομιαίνω και παλ. γρφ. χλωμιαίνω Ν [χλομός/χλωμός] χλομιάζω … Dictionary of Greek
χλομιάζω — και χλομιαίνω χλόμιασα, χλομιασμένος 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου: Μόλις έμαθε ότι απότυχε στις εξετάσεις, έπεσε κάτω χλομιασμένη. 2. για τα φυτά, μαραίνομαι, κιτρινίζω. 3. δειλιάζω, λιγοψυχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)